τολμήσεις

τολμήσεις
τόλμησις
a reckless act
fem nom/voc pl (attic epic)
τόλμησις
a reckless act
fem nom/acc pl (attic)
τολμάω
Bodl. Quarterly Record
aor subj act 2nd sg (attic epic ionic)
τολμάω
Bodl. Quarterly Record
fut ind act 2nd sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • για — (I) (πρόθ., σύνδ.). Ι. (ως πρόθ. και με έκθλιψη γι ) εκφράζει: 1. αναγκαστικό αίτιο(«τσακώνονται για το παραμικρό») 2. τελικό αίτιο, σκοπό («τόν σκότωσε για την τιμή της») 3. κίνηση σε τόπο («φεύγω για το σπίτι») 4. ικανότητα, αρμοδιότητα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”